σκυτοτραγώ

σκυτοτραγώ
-έω, Α [σκυτοτράγος]
κατατρώγω, ροκανίζω δέρματα («οὐδὲ... κύων ἅπαξ παύσαιτ' ἂν σκυτοτραγεῑν μαθοῡσα», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”